Verba vocalia

from Wikipedia, the free encyclopedia

As vocalia verbs or verbs pura is called in Greek grammar those verbs whose stem a vowel or diphthong ends.

origin

The Greek verba vocalia can be traced back to a number of different Indo-European types of education:

  • Verbs ending in -αω are for the most part derivatives of nominal ā-stems with the original j-present tense: νικάω < * νῑκᾱ-ϳο- ' siegen ', to νίκα 'victory'; τιμάω <* τῑμᾱ-ϳο- 'honor', to τιμά 'Εhre'. There are also some primary verbs like δράω 'do', σπάω 'draw' etc.
  • Verbs ending in -εω can be derived from nominal stems of all kinds: φιλέω <* φιλε-ϳο - 'love', to φίλος 'dear'; τελέω <* τελεσ-ϳο- 'complete', to τέλος 'goal'; φωνέω <* φωνε-ϳο- 'let it sound', to φονή 'sound'; μαρτυρέω <* μαρτυρε-ϳο- 'testify', to μάρτυς 'witness'. Primary verbs are ῥέω <* ῥεϝω 'flow', ζέω <* ζεσω ' sieden ' etc.
  • Verbs ending in -οω are mainly factitive formations to nominal o-stems: δηλόω 'clarify, reveal', to δῆλος 'clear, distinct', δουλόω 'enslave, subjugate', to δοῦλος 'servant, slave'.
  • Verbs ending in -ιω are denominative of i-stems: μηνίω ‚angry ', to μῆνις ‚ anger'.
  • Verbs ending in -υω are sometimes primary: φύω 'bring forth'; partly denominative of u-tribes: μεθύω ' to be drunk', to μέθυ 'wine'.
  • Verbs ending in -ευω are denominative of consonant stems : παιδεύω ‚educate ', to παῖς ‚ child', δουλεύω ‚slave to be ', to δοῦλος ‚ servant, slave'.
  • Verbs ending in -αιω go back to j-presentations with roots ending with u̯: καίω <* καϝ-ϳο- ‚burn '; κλαίω <* κλαϝ-ϳο 'cry, complain'.

Note: ϳ stands for the semi-vowel i̯.

conjugation

Abbreviations used in the following
so called : Singular; you .: dual ; pl. : Plural
act./Act. : Active; mp. : Mediopassive ; med. : Medium ; passport. : Passive
Ind . : indicative; Opt .: Opt
Pres . : present tense; Future exact. : Future exactum (future II); Pqperf. : Past continuous

Regular verbs

The conjugated forms in classical Attic based on the verb λύειν 'loosen, untie, liberate, destroy'.

Present indicative conjunctive Optional imperative Past tense (ind.)
1. sg. act. λῡ́ω λῡ́ω λῡ́οιμι - ἔλῡον
2. so. act. λῡ́εις λῡ́ηις λῡ́οις λῡ́ε ἔλῡες
3rd sg. act. λῡ́ει λῡ́ηι λῡ́οι λῡέτω ἔλῡε (ν)
1. pl. act. λῡ́ομεν λῡ́ωμεν λῡ́οιμεν - ἐλῡ́ομεν
2. pl. act. λῡ́ετε λῡ́ητε λῡ́οιτε λῡ́ετε έλῡ́ετε
3rd pl. act. λῡ́ουσι (ν) λῡ́ωσι (ν) λῡ́οιεν λῡόντων ἔλῡον
2. du. Act. λῡ́ετον λῡ́ητον λῡ́οιτον λῡ́ετον ἐλῡ́ετον
3rd you. Act. λῡ́ετον λῡ́ητον λῡοίτην λῡέτων ἐλῡέτην
1. sg. mp. λῡ́ομαι λῡ́ωμαι λῡοίμην - ἐλῡόμην
2. so. mp. λῡ́ηι (1) λῡ́ηι λῡ́οιο λῡ́ου ἐλῡ́ου
3rd sg. mp. λῡ́εται λῡ́ηται λῡ́οιτο λῡέσθω ἐλῡ́ετο
1. pl. mp. λῡόμεθα λῡώμεθα λῡοίμεθα - ἐλῡόμεθα
2. pl. mp. λῡ́εσθε λῡ́ησθε λῡ́οισθε λῡ́εσθε έλῡ́εσθε
3rd pl. mp. λῡ́ονται λῡ́ωνται λῡ́οιντο λῡέσθων (2) ἐλῡόμεθον
1. you. Mp. λῡόμεθον λῡώμεθον λῡοίμεθον - ἐλῡόμεθον
2. you. Mp. λῡ́εσθον λῡ́ησθον λῡ́οισθον λῡ́εσθον ἐλῡ́εσθον
3rd you. Mp. λῡ́εσθον λῡ́ησθον λῡοίσθην λῡέσθων ἐλῡέσθην
(1)Also λῡ́ει .
(2)Post- classical also λῡέσθωσαν .
Aorist indicative conjunctive Optional imperative Ind. Future tense Opt. Future tense
1. sg. act. ἔλῡσα λῡ́σω λῡ́σαιμι - λῡ́σω λῡ́σοιμι
2. so. act. ἔλῡσας λῡ́σηις λῡ́σειας (1) λῡ́σον λῡ́σεις λῡ́σοις
3rd sg. act. ἔλῡσε (ν) λῡ́σηι λῡ́σειε (ν) (2) λῡσάτω λῡ́σει λῡ́σοι
1. pl. act. ἐλῡ́σαμεν λῡ́σωμεν λῡ́σαιμεν - λῡ́σομεν λῡ́σοιμεν
2. pl. act. ἐλῡ́σατε λῡ́σητε λῡ́σαιτε λῡ́σατε λῡ́σετε λῡ́σοιτε
3rd pl. act. ἔλῡσαν λῡ́σωσι (ν) λῡ́σειαν (3) λῡσάντων (4) λῡ́σουσι (ν) λῡ́σοιεν
2. du. Act. ἐλῡ́σατον λῡ́σητον λῡ́σαιτον λῡ́σατον λῡ́σετον λῡ́σοιτον
3rd you. Act. ἐλῡσάτην λῡ́σητον λῡσαίτην λῡσάτων λῡ́σετον λῡσοίτην
1. sg. med. ἐλῡσάμην λῡ́σωμαι λῡσαίμην - λῡ́σομαι λῡσοίμην
2. so. med. ἔλῡσω λῡ́σηι λῡ́σαιο λῡ́σαι λῡ́σηι λῡ́σοιο
3rd sg. med. λῡ́σατο λῡ́σηται λῡ́σαιτο λῡσάσθω λῡ́σεται λῡ́σοιτο
1. pl. med. ἐλῡσάμεθα λῡσώμεθα λῡσαίμεθα - λῡσόμεθα λῡσοίμεθα
2. pl. med. ἐλῡ́σασθε λῡ́σησθε λῡ́σαισθε λῡ́σασθε λῡ́σεσθε λῡ́σοισθε
3rd pl. med. ἐλῡ́σαντο λῡ́σωνται λῡ́σαιντο λῡσάσθων (5) λῡ́σονται λῡ́σοιντο
1. du. Med. ἐλῡσάμεθον λῡσώμεθον λῡσαίμεθον - λῡσόμεθον λῡσοίμεθον
2. du. Med. ἐλῡ́σαθον λῡ́σησθον λῡ́σαισθον λῡ́σασθον λῡ́σεσθον λῡ́σοισθον
3. du. Med. ἐλῡσάσθην λῡ́σησθον λῡσαίσθην λῡσάσθων λῡ́σεσθον λῡσοίσθην
1. sg. passport. ελύθην λυθῶ λυθείην - λυθήσομαι λυθησοίμην
2. so. passport. ελύθης λυθῆις λυθείης λύθητι λυθήσηι λυθήσοιο
3rd sg. passport. ελύθη λυθῆι λυθείη λυθήτω λυθήσεται λυθήσοιτο
1. pl. passport. ελύθημεν λυθῶμεν λυθεῖμεν (6) - λυθησόμεθα λυθησοίμεθα
2. pl. passport. ελύθητε λυθῆτε λυθεῖτε (7) λύθητε λυθήσεσθε λυθήσοισθε
3rd pl. passport. ελύθησαν λυθῶσι (ν) λυθεῖεν (8) λυθέντων (9) λυθήσονται λυθήσοιντο
1. you. Pass. - - - - λυθησόμεθον λυθησοίμεθον
2. you. Pass. ελύθητον λυθῆτον λυθεῖτον (10) λύθητον λυθήσεσθον λυθήσοισθον
3. you. Pass. ελυθήτην λυθῆτον λυθείτην (11) λυθήτων λυθήσεσθον λυθησοίσθην
(1)Also λῡ́σαις .
(2)Also λῡ́σαι .
(3)Also λῡ́σαιεν .
(4)Post- classical also λῡσάτωσαν .
(5)Post- classical also λῡσάσθωσαν .
(6)Also λυθείημεν .
(7)Also λυθείητε .
(8th)Also λυθείησαν .
(9)Post- classical also λυθήτωσαν .
(10)Also λυθείητον .
(11)Also λυθειήτην .
Perfect indicative conjunctive Optional imperative Pqperf. (Ind.) Ind. Fut. Exact. Opt. Future exact.
1. sg. act. λέλυκα ( λελύκω ) (1) ( λελύκοιμι ) (2) - ἐλελύκειν (3) - -
2. so. act. λέλυκας ( λελύκηις ) ( λελύκοις ) ( λέλυκε ) ἐλελύκεις (4) - -
3rd sg. act. λέλυκε (ν) ( λελύκηι ) ( λελύκοι ) ( λελυκέτω ) ἐλελύκει (ν) - -
1. pl. act. λελύκαμεν ( λελύκωμεν ) ( λελύκοιμεν ) - ἐλελύκεμεν (5) - -
2. pl. act. λελύκατε ( λελύκητε ) ( λελύκοιτε ) ( λελύκετε ) ἐλελύκετε (6) - -
3rd pl. act. λελύκασι (ν) ( λελύκωσι ) ( λελύκοιεν ) ( λελυκέτωσαν ) ἐλελύκεσαν (7) - -
2. du. Act. λελύκατον ( λελύκητον ) ( λελύκοιτον ) ( λελύκετον ) ἐλελύκετον - -
3rd you. Act. λελύκατον ( λελύκητον ) ( λελυκοίτην ) ( λελυκέτων ) ἐλελυκέτην - -
1. sg. mp. λέλυμαι λελυμένος / -η / -ον / -α ὦ λελυμένος / -η / -ον / -α εἴην - ἐλελύμην λελύσομαι λελυσοίμην
2. so. mp. λέλυσαι λελυμένος / -η / -ον / -α ἦις λελυμένος / -η / -ον / -α εἴης ( λέλυσο ) ἐλέλυσο λελύσηι λελύσοιο
3rd sg. mp. λέλυται λελυμένος / -η / -ον / -α ἦι λελυμένος / -η / -ον / -α εἴη λελύσθω ἐλέλυτο λελύσεται λελύσοιτο
1. pl. mp. λελύμεθα λελυμένοι / -αι ὦμεν λελυμένοι / -αι εἶμεν - ἐλελύμεθα λελυσόμεθα λελυσοίμεθα
2. pl. mp. λέλυσθε λελυμένοι / -αι ἦτε λελυμένοι / -αι εἶτε ( λέλυσθε ) έλέλυσθε λελύσεσθε λελύσοισθε
3rd pl. mp. λέλυνται λελυμένοι / -αι ὦσι (ν) λελυμένοι / -αι εἶεν ( λελύσθωσαν ) ἐλέλυντο λελύσονται λελύσοιντο
1. you. Mp. λελύμεθον λελυμένω ὦμεν λελυμένω εἶμεν - ἐλελύμεθον λελυσόμεθον λελυσοίμεθον
2. you. Mp. λέλύσθον λελυμένω ἦτον λελυμένω εἶτον ( λέλυσθον ) ἐλέλυσθον λελύσεσθον λελύσοισθον
3rd you. Mp. λέλύσθον λελυμένω ἦτον λελυμένω εἶτον ( λελύσθων ) ἐλελύσθην λελύσεσθον λελυσοίσθην
(1)The mediopassive subjunctive forms are always analytically formed, the active ones predominantly: λελυκὼς / -κυκα / -κὸς / -κότα ὦ, ἦις, ἦ, λελυκότες / -κυίας ὦμεν, ἦτε, ὦσι (ν) .
(2)The mediopassive optative forms are always formed analytically, the active ones predominantly as well: λελυκὼς / -κυῖα / -κὸς / -κότα εἴην, εἴἦς, εἴη, λελυκότες / -κυίας εἶμεν, εἶτε, εἶεν .
(3)Older ἐλελύκη .
(4)Older ἐλελύκης .
(5)Post- classical ἐλελύκειμεν .
(6)Post- classical ἐλελύκειτε .
(7)Post- classical ἐλελύκεισαν .

Verba contracta

An α or ο , especially in the Attic and ε , merges in the present stem usually with the following thematic vowel : τιμάω> τιμῶ , I honor ', καλέω> καλῶ , I call'. In Aeolian and Arkadocyprian , these verbs are converted into athematic conjugation: κάλημμι , I call '.

Pres. Ind. Act. Altionic (1) Attic Doric Lesbian Past tense active
infinitive νῑκάειν νῑκᾶν νῑκῆν  νῑ́κᾱν Attic
1. sg. νῑκάω νῑκῶ νῑκῶ νῑ́καιμι * ἐνῑ́καον> ἐνῑ́κων
2. so. νῑκάεις νῑκᾶις νῑκῆις νῑ́καις * ἐνῑ́καες> ἐνῑ́κᾱς
3rd sg. νῑκάει νῑκᾶι νῑκῆι νῑ́και * ἐνῑ́καε> ἐνῑ́κᾱ
1. pl. νῑκάομεν νῑκῶμεν νῑκᾶμες (2) νῑ́κᾱμεν * ἐνῑκάομεν> ἐνῑκῶμεν
2. pl. νῑκάετε νῑκᾶτε νῑκῆτε νῑ́κᾱτε * ἐνῑκάετε> ἐνῑκᾶτε
3rd pl. νῑκάουσι νῑκῶσι (ν) νῑκᾶντι (3) νῑ́καισι * ἐνῑ́καον> ἐνῑ́κων
(1) Even in older Ionic, however, the contracted forms already predominate.
(2)Also νῑκῶμες .
(3)Also νῑκῶντι .
Pres. Ind. Act. Altionic (1) Attic Doric Lesbian Past tense active
infinitive φιλέειν φιλεῖν φιλῆν (2) φίλην Attic
1. sg. φιλέω φιλῶ φιλίω (3) φίλημι * ἐφίλεον> ἐφίλουν
2. so. φιλέεις φιλεῖς φιλῆς (4) φίλης (5) * ἐφιλεες> ἐφίλεις
3rd sg. φιλέει φιλεῖ φιλεῖ φίλη * ἐφίλεε> ἐφίλει
1. pl. φιλέομεν φιλοῦμεν φιλίομες (6) φίλημεν * ἐφιλέομεν> ἐφιλοῦμεν
2. pl. φιλέετε φιλεῖτε φιλῆτε (7) φίλητε * ἐφιλέετε> ἐφιλεῖτε
3rd pl. φιλέουσι φιλοῦσι (ν) φιλίοντι (8) φίλεισι * ἐφίλεον> ἐφίλουν
(1) Even in older Ionic, however, the contracted forms already predominate.
(2)Also φιλεῖν, φιλέν .
(3)Also φιλῶ, φιλέω .
(4)Also φιλεῖς, φιλέης, φιλές .
(5)Also φίλησθα .
(6)Also φιλίωμες, φιλῶμες, φιλοῦμες, φιλέομες .
(7)Also φιλεῖτε .
(8th)Also φιλόντι, φιλοῦντι, φιλεῦντι, φιλέοντι .
Pres. Ind. Act. Altionic (1) Attic Doric Lesbian Past tense active
infinitive δηλόειν δηλοῦν δηλῶν δήλων Attic
1. sg. δηλόω δηλῶ δηλῶ δήλωμι * ἐδήλοον> ἐδήλουν
2. so. δηλόεις δηλοῖς δηλωῖς δήλως * ἐδήλοες> ἐδήλους
3rd sg. δηλόει δηλοῖ δηλωῖ δήλω * ἐδήλοε> ἐδήλου
1. pl. δηλόομεν δηλοῦμεν δηλῶμες (2) δήλωμεν * ἐδηλόομεν> ἐδηλοῦμεν
2. pl. δηλόετε δηλοῦτε δηλῶτε (3) δήλωτε * ἐδηλόετε> ἐδηλοῦτε
3rd pl. δηλόουσι δηλοῦσι (ν) δηλῶντι (4) δήλοισι * ἐδήλοον> ἐδήλουν
(1) Even in older Ionic, however, the contracted forms already predominate.
(2)Also δηλοῦμες .
(3)Also δηλοῦτε .
(4)Also δηλοῦντι .

Futurum contractum

Some verbs, including all verbs ending in -ίζω , form contracted future forms in Attic, which formally resemble a present tense ending in -εω :

Ind. Future tense ἀγγέλλειν 'report' ἐλᾶν 'drift' βιάζειν 'force' καλεῖν 'call' κτερίζειν ' to bury'
1. sg. act. ἀγγελῶ ἐλῶ βιῶ καλῶ κτεριῶ
2. so. act. ἀγγελεῖς ἐλᾶις βιᾶις καλεῖς κτεριεῖς
3rd sg. act. ἀγγελεῖ ἐλᾶι βιᾶι καλεῖ κτεριεῖ
1. pl. act. ἀγγελοῦμεν ἐλῶμεν βιῶμεν καλοῦμεν κτεριοῦμεν
2. pl. act. ἀγγελεῖτε ἐλᾶτε βιᾶτε καλεῖτε κτεριεῖτε
3rd pl. act. ἀγγελοῦσι (ν) ἐλῶσι (ν) βιῶσι (ν) καλοῦσι (ν) κτεριοῦσι (ν)
2. du. Act. ἀγγελεῖτον ἐλᾶτον βιᾶτον καλεῖτον κτεριεῖτον
3rd you. Act. ἀγγελεῖτον ἐλᾶτον βιᾶτον καλεῖτον κτεριεῖτον
1. sg. med. ἀγγελοῦμαι ἐλῶμαι βιῶμαι καλοῦμαι κτεριοῦμαι
2. so. med. ἀγγελῆι (1) ἐλᾶι βιᾶι καλῆι (2) κτεριῆι (3)
3rd sg. med. ἀγγελεῖται ἐλᾶται βιᾶται καλεῖται κτεριεῖται
1. pl. med. ἀγγελοῦμεθα ἐλώμεθα βιώμεθα καλοῦμεθα κτεριοῦμεθα
2. pl. med. ἀγγελεῖσθε ἐλᾶσθε βιᾶσθε καλεῖσθε κτεριεῖσθε
3rd pl. med. ἀγγελοῦνται ἐλῶνται βιῶνται καλοῦνται κτεριοῦνται
1. du. Med. ἀγγελοῦμεθον ἐλώμεθον βιώμεθον καλοῦμεθον κτεριοῦμεθον
2. du. Med. ἀγγελεῖσθον ἐλᾶσθον βιᾶσθον καλεῖσθον κτεριεῖσθον
3. du. Med. ἀγγελεῖσθον ἐλᾶσθον βιᾶσθον καλεῖσθον κτεριεῖσθον
(1)Also ἀγγελεῖ .
(2)Also καλεῖ .
(3)Also κτεριεῖ .

literature

  • Carl Darling Buck, Comparative Grammar of Greek and Latin , Chicago / London 1933, p. 262 ff.
  • Carl Darling Buck, The Greek Dialects , Chicago 1955, p. 122 ff.
  • Jean Louis Burnouf, Méthode pour étudier la langue grecque , Paris 1835, p. 62 ff.
  • Raphael Kühner / Friedrich Blass, Detailed grammar of the Greek language. First part: Elementary and Forms II , 3rd, revised edition, Hanover 1892, pp. 98 ff., 122 ff., 198 ff.